καρφώνομαι,
ρ. [<καρφώνω].
1. προδίδομαι, καταδίδομαι: «δεν μπορεί να πιστέψει πως καρφώθηκε απ’ το
φίλο του». 2. προσηλώνομαι, παρατηρώ κάποιον επίμονα με το βλέμμα μου.
(Λαϊκό τραγούδι: και με κοιτάς και μου μιλάς κι εγώ καρφώνομαι στη
βέρα που φοράς). 3. καθηλώνομαι, υποχρεώνομαι να μείνω για πολλή ώρα
ακίνητος στο ίδιο σημείο: «καρφώθηκα δυο ώρες με τ’ αυτοκίνητο στη διασταύρωση,
γιατί είχε γίνει μια μεγάλη τράκα || καρφώθηκα με τις ώρες στο μπαράκι που
είχαμε ραντεβού κι όμως δεν ήρθε». 4. παραμένω στάσιμος, δεν προοδεύω,
δεν εξελίσσομαι: «είναι καιρός τώρα που έχει καρφωθεί στο δεύτερο έτος και
μάλλον δεν πρόκειται να τελειώσει τη σχολή». 5. προσκρούω βίαια κάπου
και σκοτώνομαι ή παθαίνω μεγάλη σωματική βλάβη: «με τη φόρα που καρφώθηκε πάνω
στο δέντρο δεν πρόλαβε να κάνει κιχ»·
- μου
καρφώθηκε, μου έγινε έμμονη ιδέα κάτι: «τον τελευταίο καιρό μου καρφώθηκε
πως με απατά η γυναίκα μου»·
- μου
καρφώθηκε η ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- μου
καρφώθηκε στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό.